- ακουσιχρωμία
- ηαίσθηση χρώματος (οπτική ψευδαίσθηση), που προκαλείται κατά την ακρόαση ενός ήχου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ακουσι- (< ἄκουσις < ἀκούω) + -χρωμία (< χρωμος < χρώμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.